- μελανείο(ν)
- το тип. накатка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελανείο — το τεχνολ. ειδικό σύσκευο τού τυπογραφικού πιεστηρίου στο οποίο τοποθετείται η μελάνη και ο μηχανισμός μεταφοράς της στους κυλίνδρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη. Ο τ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek